Το άσθμα είναι μια ασθένεια που πλήττει τους πνεύμονες.  Προκαλεί φλεγμονή στους αεραγωγούς, οι οποίοι γίνονται ιδιαίτερα ευαίσθητοι, με αποτέλεσμα να στενεύουν παροδικά.  Αυτό δημιουργεί επαναλαμβανόμενα επεισόδια (κρίσεις) που χαρακτηρίζονται από δύσπνοια, συριγμό, σφίξιμο στο στήθος και βήχα τη νύχτα ή νωρίς το πρωί.

Το άσθμα προσβάλλει άτομα όλων των ηλικιών και συχνά ξεκινά στην παιδική ηλικία, ωστόσο μπορεί να εκδηλωθεί για πρώτη φορά και σε ενήλικες. Το παιδικό άσθμα μερικές φορές υποχωρεί ή βελτιώνεται κατά την εφηβεία, αλλά μπορεί να επανέλθει αργότερα. Γενικότερα όμως, το άσθμα είναι μια μακροχρόνια ασθένεια, ιδίως αν εκδηλώνεται για πρώτη φορά στην ενήλικη ζωή.

Ο κίνδυνος εμφάνισης άσθματος συνδέεται με γενετικούς παράγοντες, καθώς επίσης με περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως η έκθεση σε αλλεργιογόνα ή ρύπους.  Όταν αλληλεπιδρούν αυτοί οι παράγοντες, ο κίνδυνος είναι αυξημένος. Ένας σημαντικός τύπος άσθματος στην ενήλικη ζωή είναι το άσθμα που προκαλείται από υλικά στο χώρο εργασίας (15% όλων των κρουσμάτων άσθματος ενηλίκων). Για τους περισσότερους ανθρώπους, το άσθμα δεν αποτελεί εμπόδιο σε μια φυσιολογική, δραστήρια ζωή, ωστόσο σε ορισμένες περιπτώσεις  μπορεί να προκαλεί συνεχή προβλήματα.

Μπορούμε να καταπολεμήσουμε το  άσθμα με φαρμακευτική αγωγή και αποφεύγοντας τα ερεθίσματα που μπορεί να προκαλέσουν κρίση άσθματος.

Οι φαρμακευτικές αγωγές περιλαμβάνουν:

– Ρυθμιστική φαρμακευτική αγωγή που λαμβάνεται τακτικά για την εδραίωση προστατευτικής επίδρασης ενάντια στα συμπτώματα του άσθματος.

– Αναλγητική φαρμακευτική αγωγή που λαμβάνεται για να ανακουφίσει από τα συμπτώματα του άσθματος μέσω της χαλάρωσης των μυών Χαλαρώνουν τους μύες που περιβάλλουν τους αεραγωγούς σε στένωση.  Η αγωγή αυτή μπορεί να  και χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση κρίσης άσθματος ή επιδείνωσης των συμπτωμάτων..

Τα πιο συνηθισμένα ερεθίσματα πρόκλησης κρίσης άσθματος είναι :

  • οι αλλεργίες (στα ακάρεα της οικιακής σκόνης, στα κατοικίδια ζώα ή στη γύρη,)
  • ο καπνός,
  • η ρύπανση,
  • η σωματική άσκηση σε ψυχρό ή ξηρό αέρα
  • και οι λοιμώξεις, όπως το κρυολόγημα ή η γρίπη.

Για να διαχειριστούμε καλύτερα το άσθμα, είναι καλό:

  • να αποφεύγουμε το ενεργητικό ή παθητικό κάπνισμα
  • να εντοπίζουμε τυχόν παράγοντες που προκαλούν ή επιδεινώνουν τα συμπτώματα
  • να αποφεύγουμε την έκθεση σε αλλεργιογόνα που μεταφέρονται μέσω του αέρα
  • να αποφεύγουμε την έκθεση σε υψηλά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης.

 

Πηγή

  1. https://www.nhs.uk/conditions/asthma/
  2. https://europeanlung.org/en/information-hub/lung-conditions/adult-asthma/

Η βρογχεκτασία είναι μια πάθηση κατά την οποία οι αεραγωγοί  διαστέλλονται και τεντώνονται. Κατά τόπους, οι αεραγωγοί είναι τόσο διεσταλμένοι που σχηματίζουν μικρούς θύλακες. Τα μικρόβια, η σκόνη και η βλέννα συσσωρεύονται και εγκλωβίζονται  σε αυτούς τους θύλακες, με αποτέλεσμα να προκαλείται λοίμωξη, η οποία βλάπτει τους αεραγωγούς και επιφέρει επιπλέον λοιμώξεις.

Το πιο συνηθισμένο σύμπτωμα της βρογχεκτασίας είναι ο χρόνιος παραγωγικός ( με βλέννα ή φλέγματα) βήχας.

Άλλα συμπτώματα της βρογχεκτασίας περιλαμβάνουν:

  • αίσθημα δύσπνοιας
  • πόνος στο στήθος
  • συριγμός
  • αιμόπτυση
  • πυρετός
  • αδυναμία
  • απώλεια βάρους χωρίς προσπάθεια

Η βρογχεκτασία συνιστά αποφρακτική πνευμονοπάθεια και μπορεί να επηρεάσει ενήλικες, παιδιά, ακόμα και βρέφη.

Ένας ενήλικας μπορεί να  εκδηλώσει βρογχεκτασία μετά από λοίμωξη των πνευμόνων, όπως σοβαρή πνευμονία, φυματίωση ή κοκκύτη. Στα βρέφη και τα παιδιά, η βρογχεκτασία είναι συχνά το αποτέλεσμα ενός εκ γενετής προβλήματος. Η κύρια αιτία της εκ γενετής βρογχεκτασίας είναι η κυστική ίνωση. Άλλες παθήσεις, όπως οι διαταραχές ανοσοανεπάρκειας, συνδέονται επίσης με τη βρογχεκτασία.

Τα περισσότερα άτομα που πάσχουν από βρογχεκτασία μπορούν να έχουν μια σχετικά φυσιολογική ζωή με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή και φυσικοθεραπεία, ανάλογα με την περίπτωση. Σε περιπτώσεις προχωρημένης βρογχεκτασίας μπορεί να χρειαστεί χειρουργική επέμβαση ή μεταμόσχευση πνεύμονα.

Πηγή: https://www.lung.ca/lung-health/bronchiectasis

 

Η διάμεση πνευμονοπάθεια (ILD –  Interstitial lung disease) είναι ένας γενικός όρος που χρησιμοποιείται για μια μεγάλη ομάδα παθήσεων –  επίσης γνωστές ως διάχυτες παρεγχυματικές πνευμονοπάθειες – που προκαλούν ουλές (ίνωση) και στη συνέχεια σκλήρυνση στους πνεύμονες. Αυτό δυσχεραίνει την αναπνοή και τη διοχέτευση οξυγόνου στην κυκλοφορία του αίματος. Η βλάβη των πνευμόνων από ILD είναι συχνά μη αναστρέψιμη και επιδεινώνεται σε βάθος χρόνου.

Άτομα κάθε ηλικίας μπορούν να νοσήσουν από διάμεση πνευμονοπάθεια.  Υπάρχουν αρκετοί παράγοντες κινδύνου εμφάνισης παθήσεων ILD, όπως η γενετική προδιάθεση, ορισμένα φάρμακα ή  θεραπείες (ακτινοβολία, χημειοθεραπεία), το κάπνισμα, η έκθεση σε επικίνδυνα υλικά, τα αυτοάνοσα νοσήματα (π.χ. σαρκοείδωση, ρευματοειδής αρθρίτιδα) και περιβαλλοντικοί παράγοντες ( 35% των διαγνώσεων). Ειδικότερα, το κάπνισμα όχι μόνο μπορεί να προκαλέσει  ILD, αλλά μπορεί να επιδεινώσει πολύ περισσότερο την κατάσταση, γι’ αυτό και συνιστάται έντονα η διακοπή του. Δυστυχώς, σε πολλές περιπτώσεις, όπως η ιδιοπαθής πνευμονική ίνωση, τα αίτια μπορεί να είναι άγνωστα.

Το πιο κοινό σύμπτωμα όλων των παθήσεων ILD είναι η δύσπνοια, που συνοδεύεται συχνά από ξηρό βήχα, δυσφορία στο στήθος, κόπωση και περιστασιακά απώλεια βάρους. Σε προχωρημένο στάδιο της νόσου μπορεί να υπάρχει μπλε ή μοβ αποχρωματισμός ειδικά σε χείλια, χέρια και πόδια (λόγω πολύ χαμηλής ποσότητας οξυγόνου στο αίμα) και πληκτροδακτυλία. Σε σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να παρουσιαστούν απειλητικές για τη ζωή επιπλοκές, όπως υψηλή αρτηριακή πίεση, καρδιακή ή αναπνευστική ανεπάρκεια.

Οι πιο συνηθισμένες παθήσεις που ανήκουν στην ομάδα ILD είναι:
  • η σαρκοείδωση
  • η ιδιοπαθής πνευμονική ίνωση
  • η εξωγενής αλλεργική κυψελιδίτιδα (επίσης γνωστή ως πνευμονίτιδα εξ υπερευαισθησίας) που οφείλεται σε αλλεργική αντίδραση σε εισπνεόμενες οργανικές ουσίες
  • η διάμεση πνευμονοπάθεια σχετιζόμενη με νόσο του συνδετικού ιστού
  • η πνευμονοκονίαση που οφείλεται σε εισπνεόμενες ουσίες στο χώρο εργασίας
  • η διάμεση πνευμονοπάθεια που προκαλείται από συγκεκριμένα φάρμακα τα οποία χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία άλλων ασθενειών.
  • Η θεραπεία της διάμεσης πνευμονοπάθειας περιλαμβάνει αντιφλεγμονώδη (π.χ. στεροειδή) και φάρμακα κατά της ίνωσης. Τα φάρμακα αυτά είναι πιο πιθανό να είναι αποτελεσματικά στη σαρκοείδωση, στην εξωγενή αλλεργική κυψελιδίτιδα και κάποιες σπάνιες ILD, ωστόσο, συχνά έχουν μικρή επίδραση σε άλλες ασθένειες, όπως η ιδιοπαθής πνευμονική ίνωση. Καθώς εξελίσσεται η νόσος , μπορεί να χρειαστούν προγράμματα αποκατάστασης οξυγόνου και πνευμονικής λειτουργίας. Τέλος, η προοδευτική επιδείνωση κάποιων μορφών διάμεσης πνευμονοπάθειας ενδέχεται να απαιτεί μεταμόσχευση πνεύμονα.

Πηγή

  1. https://www.lung.org/lung-health-diseases/lung-disease-lookup/interstitial-lung-disease
  2. https://europeanlung.org/en/information-hub/lung-conditions/interstitial-lung-disease/

Ο καρκίνος του πνεύμονα είναι ένας τύπος καρκίνου που ξεκινάει από τους πνεύμονες και ενεργοποιείται όταν τα κύτταρα του σώματος ξεκινούν να μεγαλώνουν ανεξέλεγκτα. Είναι ένας από τους πιο συχνούς και σοβαρούς τύπους καρκίνου τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες. Αποτελεί την 3η αιτία θανάτου μετά τα καρδιαγγειακά και εγκεφαλικά νοσήματα στην Ελλάδα. Προκαλεί περισσότερους θανάτους συνολικά από τον καρκίνο του μαστού, του προστάτη και του παχέος εντέρου.

Ο καρκίνος του πνεύμονα αντιμετωπίζεται ευκολότερα, όταν ανιχνεύεται έγκαιρα. Εάν η διάγνωση του καρκίνου του πνεύμονα γίνει σε πρώιμα στάδια προτού η νόσος εξαπλωθεί, η πενταετής επιβίωση μπορεί να ξεπεράσει το 80%, ενώ στα πιο προχωρημένα στάδια συνήθως δεν ξεπερνά το 25%.

Ο καρκίνος του πνεύμονα χωρίζεται σε δύο βασικές κατηγορίες, τον μη μικροκυτταρικό καρκίνο πνεύμονα (ΜΜΚΠ) και τον μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα (ΜΚΠ). Αυτοί οι δύο τύποι αναπτύσσονται και αντιμετωπίζονται διαφορετικά. Ο ΜΜΚΠ περιλαμβάνει υποτύπους που ονομάζονται αδενοκαρκίνωμα, πλακώδες καρκίνωμα και μεγαλοκυτταρικό καρκίνωμα και εμφανίζεται συχνότερα από τον ΜΚΠ, ο οποίος αντιστοιχεί στο 15% περίπου των διαγνώσεων. Ο καρκίνος του πνεύμονα σταδιοποιείται σε 4 στάδια, που δείχνουν ουσιαστικά την έκταση της νόσου, εάν δηλαδή είναι εντοπισμένη στον πνεύμονα ή έχει επεκταθεί, επηρεάζοντας άλλα μέρη του σώματος. Τα στάδια Ι – ΙV σταδιοποιούνται σε άλλα επιμέρους στάδια (π.χ. ΙΙΙΑ, ΙΙΙΒ).

Οι άνθρωποι που καπνίζουν έχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του πνεύμονα, ωστόσο η ασθένεια μπορεί να εμφανισθεί σε άτομα που δεν έχουν καπνίσει ποτέ.

Ο καρκίνος του πνεύμονα εμφανίζει παραλλαγές συμπτωμάτων. Κάποια συμπτώματα, όπως ο επίμονος βήχας, εμφανίζονται συχνότερα από άλλα και είναι πιο αναγνωρίσιμα.

 

Συμπτώματα καρκίνου του πνεύμονα:

  • επίμονος βήχας/ αιμόπτυση
  • δύσπνοια
  • βραχνάδα ή αλλαγή στη φωνή
  • βρογχίτιδα, πνευμονία ή εμφύσημα
  • πόνος στο στήθος
  • απώλεια όρεξης ή/και ανεξήγητη απώλεια βάρους
  • πόνος στα οστά
  • δυσκολία στην κατάποση
  • πληκτροδακτυλία
  • ανεξήγητη κόπωση ή έλλειψη ενέργειας

Ο καρκίνος του πνεύμονα είναι ένας από τους πιο συχνούς καρκίνους σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι καπνιστές αλλά και οι πρώην καπνιστές ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου, καθώς το κάπνισμα είναι η βασική αιτία εμφάνισης της νόσου. Πρέπει όμως να γνωρίζουμε πως περίπου το ένα τέταρτο (28%)  των διαγνώσεων δεν συνδέονται με το κάπνισμα και να είμαστε ενημερωμένοι για τους επιπλέον επιβαρυντικούς παράγοντες που ευθύνονται για την εμφάνιση της νόσου.

 

Παράγοντες κινδύνου εμφάνισης καρκίνου του πνεύμονα:

  • ο καπνός του τσιγάρου
  • η ατμοσφαιρική ρύπανση
  • το ραδόνιο
  • ο αμίαντος και άλλες καρκινογόνες ουσίες
  • οικογενειακό ή προσωπικό ιστορικό καρκίνου πνεύμονα
  • ηλικία 65 ετών και άνω
  • ακτινοθεραπεία
  • ιστορικό πνευμονοπάθειας, όπως ΧΑΠ ή ιδιοπαθής πνευμονική ίνωση.
  • διατροφή
  • έλλειψη σωματικής δραστηριότητας

Ο καρκίνος του πνεύμονα μπορεί να ανιχνευθεί έγκαιρα μέσω του προσυμπτωματικού ελέγχου. Για τον καρκίνο του πνεύμονα, η έγκαιρη ανίχνευση διενεργείται μέσω της αξονικής τομογραφίας χαμηλής δόσης ακτινοβολίας (LDCT) (που ονομάζεται επίσης σπειροειδής αξονική τομογραφία χαμηλής δόσης ή ελικοειδής αξονική τομογραφία). Η LDCT έχει αποδειχθεί αποτελεσματική για τα άτομα που ανήκουν στις ομάδες  υψηλού κινδύνου και συστήνεται  μόνο στις συγκεκριμένες ομάδες.

Οι επιστήμονες έχουν πλέον κατανοήσει ότι κάθε καρκίνος του πνεύμονα είναι μοναδικός. Αυτό σημαίνει ότι οι θεραπείες μπορούν να προσαρμοστούν αναλόγως σε κάθε άτομο και στον τύπο της νόσου με την οποία έχει διαγνωστεί.

Πολύτιμο εργαλείο στην εξατομίκευση της θεραπείας είναι ο μοριακός έλεγχος βιοδεικτών. Οι βιοδείκτες είναι ένα χαρακτηριστικό του όγκου, το οποίο βοηθά τους γιατρούς να αποφασίσουν ποια είναι η καταλληλότερη θεραπεία για τον ασθενή. Ο μοριακός έλεγχος είναι μια σειρά βιοχημικών εξετάσεων που προσδιορίζουν την ύπαρξη της ασθένειας και τη βαρύτητα της, ενώ παράλληλα προβλέπουν την ανταπόκριση του οργανισμού σε συγκεκριμένη θεραπεία.

Οι κύριες μορφές θεραπείας περιλαμβάνουν την χειρουργική επέμβαση, την χημειοθεραπεία, την ακτινοθεραπεία, την στοχευμένη θεραπεία, την ανοσοθεραπεία και τις συμπληρωματικές θεραπείες.

Η κυστική ίνωση είναι μια απειλητική για τη ζωή κληρονομική ασθένεια που εμφανίζεται συχνά σε νεαρούς ενήλικες και προσβάλλει  κυρίως τους πνεύμονες και το πεπτικό σύστημα, επηρεάζοντας παράλληλα και άλλα όργανα του σώματος.

Πρόκειται για μια κληρονομική διαταραχή που προκαλείται από την ύπαρξη δύο μη φυσιολογικών αντιτύπων του γονιδίου της κυστικής ίνωσης. Δεν είναι μεταδοτική. Μπορεί να εμφανιστεί σε άτομα που δεν έχουν γνωστό οικογενειακό ιστορικό της νόσου, καθώς  τα άτομα με ένα μη φυσιολογικό γονίδιο CF (που ονομάζονται “φορείς”) είναι συνήθως υγιή.

Τα άτομα που πάσχουν από κυστική ίνωση παράγουν μια ελαττωματική πρωτεΐνη CFTR που επιδρά στα κύτταρα του σώματος, δημιουργώντας εφίδρωση και παραγωγή βλέννας. Αυτή η ασυνήθιστα πυκνή, κολλώδη βλέννα που φράζει τους πνεύμονες, προκαλεί παραγωγικό βήχα, δυσκολεύει την αναπνοή τους και μπορεί να προκαλέσει συχνές και απειλητικές για τη ζωή πνευμονικές λοιμώξεις.  Οι χρόνιες λοιμώξεις προκαλούν προοδευτική βλάβη στους αεραγωγούς και στους πνεύμονες, όπως βρογχεκτασία και τελικά προκαλούν πνευμονική ανεπάρκεια, καθώς τα επίπεδα οξυγόνου και διοξειδίου του άνθρακα στον οργανισμό δεν βρίσκονται σε φυσιολογικά επίπεδα.

Η κυστική ίνωση επηρεάζει επίσης το πάγκρεας: οι πυκνές εκκρίσεις εμποδίζουν την απελευθέρωση των πεπτικών ενζύμων που φυσιολογικά συμβάλλουν στη διάσπαση της τροφής, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να δυσκολεύονται να χωνέψουν και να απορροφήσουν τα θρεπτικά συστατικά. Η βλέννα ενδέχεται να αποφράξει τον χοληδόχο πόρο στο ήπαρ, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει μόνιμη ηπατική βλάβη. Άλλες επιπτώσεις της κυστικής ίνωσης είναι η δυσκολία στην απορρόφηση τροφής, η εμφάνιση ιγμορίτιδας, η εμφάνιση διαβήτη και η μειωμένη γονιμότητα.

Το περιβάλλον και ο τρόπος ζωής παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο για την υγεία των πνευμόνων. Τα άτομα που πάσχουν από κυστική ίνωση πρέπει να λαμβάνουν υψηλό αριθμό θερμίδων και να μην αμελούν τη φυσική άσκηση. Πρέπει επίσης να απέχουν από το ενεργητικό και παθητικό κάπνισμα και να αποφεύγουν την κατανάλωση αλκοόλ, ιδίως αν πάσχουν από ηπατική νόσο.

Οι εξελίξεις στη θεραπεία της κυστικής ίνωσης είναι πολλές. Υπάρχει φαρμακευτική αγωγή που βοηθά στην αραίωση και την απομάκρυνση της πυκνής βλέννας από τους αεραγωγούς, ένζυμα που βοηθούν στην απορρόφηση του λιπώδους ιστού και των θρεπτικών συστατικών και αντιβιοτικά για τη θεραπεία των λοιμώξεων. Υπάρχουν επίσης νέες θεραπείες που στοχεύουν στη διόρθωση της πρωτεΐνης CFTR.

 

Πηγή: https://www.lung.org/lung-health-diseases/lung-disease-lookup/cystic-fibrosis/learn-about-cystic-fibrosis

Η βρογχίτιδα αποτελεί οίδημα στις αεραγωγούς (βρόγχους). Οι βρόγχοι συνδέουν την τραχεία με τους μικροσκοπικούς σάκους αέρα (κυψελίδες) στους πνεύμονες και ο οργανισμός μας απορροφά το εισπνεόμενο οξυγόνο μέσω των τοιχωμάτων των κυψελίδων.

Όταν εμφανίζουμε βρογχίτιδα, οι βρόγχοι είναι διογκωμένοι και  με πρόσθετη κολλώδη βλέννα, με συνέπεια να προκαλείται βήχας και να δυσκολεύεται η αναπνοή μας.

Η οξεία βρογχίτιδα διαρκεί δύο έως τρεις εβδομάδες και προκαλείται συνήθως από έναν ιό, ο οποίος επιτίθεται στους αεραγωγούς, δημιουργώντας ερυθρότητα, οίδημα και επιπλέον παραγωγή βλέννας. Το 90% σχεδόν των κρουσμάτων οξείας βρογχίτιδας σχετίζεται με ιούς όπως η γρίπη και ο ρινοϊός. Λιγότερο από 10% σχετίζεται με βακτήρια. Η οξεία βρογχίτιδα μπορεί επίσης να προκληθεί από αιτίες που ερεθίζουν τους αεραγωγούς, όπως ο καπνός.

Τις περισσότερες φορές, η οξεία βρογχίτιδα υποχωρεί μόνη της. Οι περισσότερες περιπτώσεις οξείας βρογχίτιδας δεν χρειάζονται φάρμακα για τη θεραπεία τους, ενώ τα συμπτώματα μπορούν να αντιμετωπιστούν στο σπίτι με ξεκούραση και κατανάλωση υγρών. Εάν καπνίζουμε, είναι σημαντικό να μειώσουμε ή να σταματήσουμε  το κάπνισμα  για να μπορέσουν οι πνεύμονες να ανακάμψουν πολύ πιο γρήγορα.

Η βρογχιολίτιδα εκδηλώνεται όταν οι μικροί αεραγωγοί στους πνεύμονες τραυματίζονται ή παρουσιάζουν φλεγμονή. Η ομαλή διέλευση του αέρα παρεμποδίζεται, κάτι που μπορεί να προκαλέσει δύσπνοια και βήχα. Οφείλεται συνήθως σε ιογενείς λοιμώξεις και είναι συχνή σε βρέφη και μικρά παιδιά.

Πολλές λοιμώξεις μπορούν να οδηγήσουν σε βρογχιολίτιδα, αν και συνήθως ευθύνεται ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός (RSV). Οι ιοί που προκαλούν βρογχιολίτιδα είναι εξαιρετικά μεταδοτικοί και οι εξάρσεις τους τυπικά εμφανίζονται το χειμώνα.

Αρχικά, η βρογχιολίτιδα εμφανίζει συμπτώματα που  μοιάζουν με εκείνα του κοινού κρυολογήματος. Η καταρροή, ο πυρετός, η βουλωμένη μύτη, η απώλεια όρεξης και ο βήχας είναι τα πρώτα σημάδια της λοίμωξης. Τα συμπτώματα μπορεί να επιδεινωθούν μετά από μερικές ημέρες με συριγμό, δύσπνοια και επιδείνωση του βήχα και να διαρκέσουν εβδομάδες ακόμα και μήνες.

Για την καταπολέμηση του αναπνευστικού συγκυτιακού ιού (RSV) συνήθως συνιστάται υποστηρικτική φροντίδα στο σπίτι, όχι όμως φαρμακευτική αγωγή.

 

Πηγή:

  1. https://www.lung.org/lung-health-diseases/lung-disease-lookup/bronchiolitis/learn-about-bronchiolitis
  2. https://www.lung.ca/lung-health/bronchitis

Η πνευμονία  αποτελεί λοίμωξη των πνευμόνων που μπορεί να προκληθεί  από πολλά διαφορετικά μικρόβια, συμπεριλαμβανομένων βακτηρίων, ιών και μυκήτων.

Η πιο κοινή αιτία πνευμονίας σε ενήλικες είναι ένα βακτήριο που ονομάζεται στρεπτόκοκκος πνευμονίας. Οι ιοί μπορούν και αυτοί να προκαλέσουν πνευμονία, συνηθέστερα ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός (RSV) σε μικρά παιδιά, και μερικές φορές η γρίπη.

Τα μικρόβια αυτά κατακάθονται στους αεροφόρους σάκους (κυψελίδες) των πνευμόνων, μέσω της εισπνοής, αναπτύσσονται και υπερνικούν τη φυσιολογική άμυνα του οργανισμού. Στη συνέχεια, οι αεροφόροι σάκοι (κυψελίδες) στους πνεύμονες γεμίζουν με πύον και βλέννα, γίνονται λιγότερο ελαστικοί και  εμποδίζουν το οξυγόνο να φτάσει σωστά στην κυκλοφορία του αίματος. Προσπαθώντας να αναπνεύσουμε και να δώσουμε στο σώμα σας οξυγόνο, νιώθουμε δύσπνοια.

Η φλεγμονή προκαλεί επίσης πολλά  άλλα συμπτώματα της πνευμονίας, όπως βήχα, πυρετό και πόνο στο στήθος.

Η  πνευμονία διακρίνεται σε τρεις τύπους:

  • Πνευμονία της κοινότητας (CAP), από την οποία μολύνεται κάποιος μέσω επαφής με τη λοίμωξη στην καθημερινή ζωή
  • Νοσοκομειακή πνευμονία, από την οποία μολύνεται κάποιος από τα μικρόβια ενός νοσοκομείου
  • Πνευμονία του αναπνευστήρα (VAP), η οποία προκύπτει έπειτα από ενδοτραχειακή διασωλήνωση, όταν δηλαδή εισάγεται σωλήνας στην τραχεία για διευκόλυνση της αναπνοής.

Η πνευμονία μπορεί υπό προϋποθέσεις να γίνει απειλητική για τη ζωή. Αποτελεί κύρια αιτία θανάτου και νοσηλείας σε ηλικιωμένους και σε άτομα με  χρόνιες ασθένειες.

Για την αντιμετώπιση της χορηγούνται αντιβιοτικά, ενώ χρειάζονται εξατομικευμένες θεραπευτικές προσεγγίσεις ανάλογα με την επικινδυνότητα  και τη σοβαρότητα της ασθένειας.

 

Πηγή

  1. https://www.lung.ca/lung-health/pneumonia
  2. https://europeanlung.org/en/information-hub/lung-conditions/acute-lower-respiratory-infections/

Η πνευμονική υπέρταση προκαλείται όταν η πίεση του αίματος στα αιμοφόρα αγγεία των πνευμόνων (πνευμονικές αρτηρίες) είναι ασυνήθιστα υψηλή.  Στην περίπτωση αυτή, οι πνευμονικές αρτηρίες στενεύουν, με αποτέλεσμα το αίμα να μην κυκλοφορεί αποτελεσματικά σε όλο το σώμα. Η πνευμονική υπέρταση  είναι μια σοβαρή, δυνητικά απειλητική για τη ζωή ασθένεια.

Συνηθισμένα συμπτώματα της πνευμονικής υπέρτασης είναι:

  • η δύσπνοια
  • η εξαιρετική κόπωση
  • η στηθάγχη
  • το αίσθημα λιποθυμίας ή ζαλάδας
  • ο γρήγορος, έντονος ή ακανόνιστος καρδιακός παλμός (αίσθημα παλμών)
  • το οίδημα στα πόδια και τους αστραγάλους (και ενδεχομένως οίδημα στην κοιλιακή χώρα)

Η πνευμονική υπέρταση μπορεί να εκδηλωθεί σε κάθε ηλικία, αλλά συνήθως εμφανίζεται σε άτομα ηλικίας μεταξύ 20 και 60 ετών.

Ενώ ενδέχεται να μην υπάρχει γνωστή αιτία (ιδιοπαθής), υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες  κινδύνου πνευμονικής υπέρτασης, όπως η  κληρονομικότητα, η χρήση φαρμάκων για απώλεια βάρους, το ιστορικό πνευμονικής εμβολής, άλλες ιατρικές παθήσεις,(όπως ΧΑΠ και υπνική άπνοια), καρδιακές παθήσεις (όπως καρδιακή ανεπάρκεια), παθήσεις του συνδετικού ιστού (όπως σκληροδερμία), σοβαρές ηπατικές παθήσεις και λοίμωξη με HIV/AIDS ή ηπατίτιδα Β ή C.

Δεν υπάρχει γνωστή θεραπεία για την πνευμονική υπέρταση, ωστόσο μπορούν να βοηθήσουν βασικά φάρμακα, όπως αντιπηκτικά ή συμπλήρωμα οξυγόνου.

Σε σοβαρές περιπτώσεις, η χειρουργική επέμβαση και η μεταμόσχευση πνεύμονα μπορεί να αποτελέσουν επιλογές.  Τέλος, εάν η πνευμονική υπέρταση συνδέεται με μακροχρόνιες καρδιακές ή πνευμονικές παθήσεις, συνιστάται θεραπεία της υποκείμενης ασθένειας.

 

Πηγή: https://www.lung.ca/lung-health/pulmonary-hypertension

Η πνευμονική εμβολή επέρχεται όταν η κυκλοφορία σε πνευμονική αρτηρία παρεμποδίζεται από θρόμβο αίματος. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο θρόμβος μετακινείται από το πόδι ή άλλο μέρος του σώματος (ονομάζεται εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση) και εμποδίζει τη ροή του αίματος προς τον πνεύμονα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται κίνδυνος για τη ζωή.

Τα συμπτώματα της πνευμονικής εμβολής ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό ανάλογα με το μέγεθος του θρόμβου, το μέγεθος του πνευμονικού  τμήματος που επηρεάζεται και τυχόν υποκείμενη ιατρική πάθηση.

Τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα είναι:

  • η ξαφνική δύσπνοια
  • ο έντονος πόνος στο στήθος κατά την εισπνοή που μοιάζει με καρδιακή προσβολή
  • η ζάλη ή λιποθυμία λόγω ξαφνικής απώλειας της αρτηριακής πίεσης
  • ο βήχας που μπορεί να περιέχει αίμα
  • η ταχυκαρδία
  • ο πόνος ή οίδημα στα πόδια
  • ο πόνος στην πλάτη
  • η υπερβολική εφίδρωση
  • τα κυανόχρωμα χείλη ή νύχια

Πιθανοί παράγοντες κινδύνου πνευμονικής εμβολής είναι το προηγούμενο ιστορικό θρόμβων αίματος, η παρατεταμένη σωματική αδράνεια, οι καρδιακές παθήσεις, η διάμεση πνευμονοπάθεια, ο COVID-19, οι καρκίνοι πνεύμονα, παγκρέατος, ωοθηκών και άλλοι μεταστατικοί καρκίνοι, ο  ερυθηματώδης λύκος και άλλα ρευματολογικά νοσήματα, το κάπνισμα, η παχυσαρκία, τα συμπληρώματα οιστρογόνων, η εγκυμοσύνη και η κληρονομική προδιάθεση.

Για τη θεραπεία της πνευμονικής εμβολής χορηγούνται αντιπηκτικά φάρμακα. Παρέχεται επίσης συμπληρωματικό οξυγόνο σε άτομα που δυσκολεύονται να αναπνεύσουν. Τα θρομβολυτικά φάρμακα, τα οποία μπορούν να διαλύσουν τους θρόμβους στις πνευμονικές αρτηρίες, προτείνονται για τα άτομα που έχουν επίμονη καρδιακή ανεπάρκεια και υψηλό κίνδυνο πνευμονικής εμβολής. Άλλη  εναλλακτική επιλογή είναι η χειρουργική επέμβαση για αφαίρεση του θρόμβου.

 

Πηγή: https://www.lung.org/lung-health-diseases/lung-disease-lookup/pulmonary-embolism

Ο όρος υπνική άπνοια συνήθως αναφέρεται στο σύνδρομο αποφρακτικής υπνικής άπνοιας ( OSAS – obstructive sleep apnea syndrome), το οποίο είναι ένα σοβαρό αναπνευστικό πρόβλημα που διαταράσσει τον ύπνο, καθώς παρουσιάζονται σύντομες παύσεις στην αναπνοή, όταν κοιμόμαστε.  Οι αναπνευστικές παύσεις – που ονομάζονται άπνοιες ή επεισόδια άπνοιας – διαρκούν 10 έως 30 δευτερόλεπτα, ίσως και περισσότερο, μπορεί να συμβούν δεκάδες ή εκατοντάδες φορές κάθε βράδυ, με αποτέλεσμα την διαταραχή του ύπνου και τα χαμηλά επίπεδα οξυγόνου.

Η υπνική άπνοια εκδηλώνεται όταν οι μύες στο πίσω μέρος του λαιμού  χαλαρώνουν σε τέτοιο βαθμό,  ώστε οι μαλακοί ιστοί  και η γλώσσα να φράξουν τους αεραγωγούς και την αναπνοή μας. Όταν το επίπεδο οξυγόνου στο αίμα αρχίζει να πέφτει, ο εγκέφαλός δίνει σήμα να ξυπνήσουμε για λίγο και να πάρουμε ανάσα. Αυτό επαναλαμβάνεται σε όλη τη διάρκεια της νύχτας, χωρίς πολλές φορές να το αντιλαμβανόμαστε.

Τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα υπνικής άπνοιας είναι:

  • Ροχαλητό: Οι περισσότεροι άνθρωποι με υπνική άπνοια ροχαλίζουν, αυτό όμως δεν σημαίνει πως όσοι ροχαλίζουν πάσχουν από υπνική άπνοια.
  • Υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας
  • Παύσεις στην αναπνοή: Τα άτομα με υπνική άπνοια ξυπνούν ξαφνικά με σπασμωδικές κινήσεις του σώματος και με αίσθημα ασφυξίας
  • Δυσκολίες στη μνήμη και συγκέντρωση
  • Ασυνήθιστη κυκλοθυμία ή ευερεθιστότητα
  • Νυχτερινή ούρηση
  • Πρωινοί πονοκέφαλοι
  • Ξηροστομία

Καθώς ο ήρεμος και ο ποιοτικός ύπνος είναι απαραίτητος για την εύρυθμη λειτουργία  του οργανισμού μας, τα άτομα με υπνική άπνοια διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο τροχαίων ατυχημάτων, καρδιαγγειακών παθήσεων, υπέρτασης και πρόωρου θανάτου.

Το σύνδρομο αποφρακτικής υπνικής άπνοιας εντοπίζεται συχνά από τα συμπτώματα και την κλινική εξέταση, ωστόσο στις περισσότερες περιπτώσεις απαιτείται ολονύκτια καταγραφή και λεπτομερής μελέτη του ύπνου, η οποία ονομάζεται πολυσωματογραφική μελέτη ύπνου. Η μελέτη αυτή καταγράφει τα εγκεφαλικά κύματα, τη μυϊκή δραστηριότητα, τις κινήσεις των ματιών, τη δραστηριότητα της καρδιάς, την κίνηση του στήθους, τη ροή αέρα στη μύτη και το στόμα και το επίπεδο οξυγόνου στο αίμα (οξυμετρία).

Η πιο αποτελεσματική θεραπεία για την υπνική άπνοια είναι η συνεχής θετική πίεση αεραγωγών (CPAP –  Continuous Positive Airway Pressure). Αυτή η μορφή θεραπείας περιλαμβάνει συσκευή, η οποία παράγει ροή αέρα μέσω μάσκας πάνω στη μύτη (ή στη μύτη και στο στόμα).Η μάσκα εφαρμόζει στενά στο πρόσωπο του ασθενούς και επιτρέπει την παροχή του αέρα υψηλής πίεσης στους αεραγωγούς. Έτσι, οι αεραγωγοί παραμένουν ανοικτοί και ελεύθεροι από εμπόδια, επιτρέποντας στον ασθενή να αναπνέει ελεύθερα και να αποφεύγει την άπνοια κατά τη διάρκεια του ύπνου. Άλλες επιλογές περιλαμβάνουν συσκευή που φοριέται μέσα στο στόμα ώστε να φέρει την κάτω γνάθο προς τα εμπρός ή, όπου υπάρχει ανάγκη, διενέργεια χειρουργικής επέμβασης για αφαίρεση των αμυγδαλών.

 

Πηγή:

  1. https://europeanlung.org/el/information-hub/lung-conditions/%ce%b4%ce%b9%ce%b1%cf%84%ce%b1%cf%81%ce%b1%cf%87e%cf%83-%ce%b1%ce%bd%ce%b1%cf%80%ce%bd%ce%bfh%cf%83-%ce%ba%ce%b1%cf%84a-%cf%84%ce%bf%ce%bd-u%cf%80%ce%bd%ce%bf/
  2. https://www.lung.org/lung-health-diseases/lung-disease-lookup/sleep-apnea/learn-about-sleep-apnea

Η φυματίωση  είναι μια σοβαρή μεταδοτική ασθένεια που προκαλείται από την εισπνοή ενός βακτηρίου που ονομάζεται Mycobacterium tuberculosis. Η φυματίωση μολύνει συνήθως τους πνεύμονες, μπορεί όμως να μολύνει και άλλα μέρη του σώματος, συμπεριλαμβανομένων των νεφρών, της σπονδυλικής στήλης και του εγκεφάλου. Σε περίπτωση λανθάνουσας φυματίωσης, το άτομο έχει μολυνθεί αλλά δεν νοσεί και είναι τελείως ασυμπτωματικό. Ωστόσο, η  λανθάνουσα φυματίωση μπορεί να γίνει ενεργή ανά πάσα στιγμή και να προκαλέσει σοβαρή νόσο.

Το μικρόβιο της φυματίωσης μεταδίδεται μέσω σταγονιδίων στον αέρα, μέσω φτερνίσματος ή βήχα από άτομα που έχουν μολυνθεί με το μυκοβακτηρίδιο. Γι αυτό  είναι σημαντικό να λαμβάνουμε αμέσως αγωγή, η οποία θεραπεύει τη νόσο και αποτρέπει τη μετάδοση της.

Τα κύρια συμπτώματα της φυματίωσης είναι:

  • πυρετός
  • μειωμένη όρεξη
  • απώλεια βάρους
  • νυκτερινή εφίδρωση
  • επίμονος βήχας
  • βήχας με αίμα σε προχωρημένο στάδιο

Μέσα στους παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης φυματίωσης είναι ο διαβήτης, η έκθεση σε φάρμακα που καταστέλλουν το ανοσοποιητικό σύστημα και το κάπνισμα. Ο πιο σημαντικός παράγοντας κινδύνου είναι η μόλυνση με HIV. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναφέρει ότι ο κίνδυνος εμφάνισης φυματίωσης εκτιμάται 20-37 φορές μεγαλύτερος σε ανθρώπους που είναι φορείς HIV από ό, τι μεταξύ εκείνων χωρίς μόλυνση HIV.

Η θεραπεία αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της ασθένειας και την αποφυγή μετάδοσης της νόσου σε άλλους ανθρώπους. Συνήθως χορηγείται εντατική θεραπεία για 2 μήνες  και στη συνέχεια ακολουθεί επόμενο στάδιο θεραπείας για 4 μήνες. Το πρώτο στάδιο περιλαμβάνει συνήθως τέσσερα διαφορετικά φάρμακα (ισονιαζίδη, ριφαμπικίνη, εθαμβουτόλη και πυραζιναμίδη) και έχει σχεδιαστεί να σταματά την ανάπτυξη του βακτηρίου ενώ το δεύτερο στάδιο είναι σχεδιασμένο να καταστρέφει τα υπόλοιπα βακτήρια.

 

Πηγή: https://europeanlung.org/en/information-hub/lung-conditions/tuberculosis/

https://www.lung.ca/lung-health/tuberculosis

Η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) είναι μια χρόνια πνευμονική πάθηση που προκαλεί περιορισμό της ροής του αέρα (λιγότερος αέρας εισέρχεται και εξέρχεται από τους αεραγωγούς) και αναπνευστικά συμπτώματα. Δεν υπάρχει θεραπεία, ωστόσο υπάρχουν τρόποι διαχείρισης και αντιμετώπισης της ΧΑΠ.

Τα συμπτώματα της ΧΑΠ είναι η δύσπνοια, ο χρόνιος βήχας, με ή χωρίς φλέγμα, η κόπωση, η ανορεξία και η απώλεια βάρους με την πάροδο του χρόνου.   Ένα βασικό χαρακτηριστικό της ασθένειας είναι οι περίοδοι επιδείνωσης των συμπτωμάτων, γνωστές ως εξάρσεις, μετά από λοιμώξεις ή έκθεση σε υψηλή ατμοσφαιρική ρύπανση.

Τα άτομα με ΧΑΠ υποφέρουν συχνά από άλλες ασθένειες, γνωστές ως συννοσηρότητες.  Οι συννοσηρότητες που προκύπτουν παράλληλα με ΧΑΠ περιλαμβάνουν καρδιακές παθήσεις, άγχος και κατάθλιψη, οστεοπόρωση, γαστρο-οισοφαγική παλινδρόμηση, δυσλειτουργία σκελετικών μυών, αναιμία, καρκίνο του πνεύμονα, διαβήτη και μεταβολικό σύνδρομο.

Η ΧΑΠ συνδέεται με μια κληρονομική ασθένεια στην οποία το άτομο δε διαθέτει την πρωτεΐνη που είναι γνωστή ως άλφα-1 αντιθρυψίνη. Η ασθένεια αυτή ονομάζεται ανεπάρκεια άλφα-1 αντιθρυψίνης και αποτελεί το πιο εκτενώς μελετημένο γενετικό πρόβλημα που συνδέεται με τη ΧΑΠ.

Η έκθεση σε παράγοντες που προκαλούν φλεγμονή  στους πνεύμονες, όπως ο καπνός του τσιγάρου ή οι χημικές ουσίες, μπορεί σε βάθος χρόνου να βλάψει τους πνεύμονες και τους αεραγωγούς. Αυτό μπορεί να προκαλέσει χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), η οποία περιλαμβάνει τη χρόνια βρογχίτιδα και το εμφύσημα. Η κύρια αιτία της ΧΑΠ είναι το κάπνισμα, ωστόσο 1 στα 4 άτομα που ζουν με ΧΑΠ δεν έχουν καπνίσει ποτέ.

Άλλοι παράγοντες που ευνοούν την ΧΑΠ είναι :

  • το ιστορικό αναπνευστικών λοιμώξεων στην παιδική ηλικία
  • γενετικοί παράγοντες
  • η έκθεση σε παθητικό κάπνισμα
  • η έκθεση σε επαγγελματική σκόνη, χημικές ουσίες, ατμούς ή άλλους αέριους ρύπους στο χώρο εργασίας
  • η εξωτερική και εσωτερική ατμοσφαιρική ρύπανση
  • το ιστορικό άσθματος
  • οι ελλιπώς ανεπτυγμένοι πνεύμονες
  • η ηλικία άνω των 40 ετών,  καθώς η λειτουργία των πνευμόνων μειώνεται με την πάροδο του χρόνου
  • η κοινωνικοοικονομική κατάσταση, καθώς υπάρχει συσχετισμός της ανάπτυξης ΧΑΠ με χαμηλότερα μορφωτικά και εισοδηματικά επίπεδα.

Παρόλο που δεν υπάρχει γνωστή θεραπεία για τη ΧΑΠ, μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά και να υπάρξει βελτίωση στην ποιότητα ζωής των ασθενών.  Η διαχείριση της ασθένειας περιλαμβάνει:

  • μείωση της έκθεσης σε παράγοντες κινδύνου, όπως το κάπνισμα και η ατμοσφαιρική ρύπανση
  • βελτίωση της ικανότητας άσκησης για την ανακούφιση των συμπτωμάτων, μέσω προγραμμάτων πνευμονικής αποκατάστασης
  • ιατρική θεραπεία με βρογχοδιασταλτικά για την πρόληψη των εξάρσεων
  • θεραπεία με οξυγόνο για την διευκόλυνση της αναπνοής

Πηγή:

  1. https://www.lung.org/lung-health-diseases/lung-disease-lookup/copd/learn-about-copd
  2. https://europeanlung.org/en/information-hub/lung-conditions/copd/

Mέγα Χορηγοί

Xορηγός

Yποστηρικτές