Κάθε καρκίνος του πνεύμονα είναι μοναδικός. Ο έλεγχος βιοδεικτών (επίσης γνωστός ως έλεγχος μεταλλάξεων, γονιδιωματικός ή μοριακός έλεγχος) είναι ένας τρόπος να συλλέξουμε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες για τον συγκεκριμένο καρκίνο ενός συγκεκριμένου ασθενή. Αυτό θα πρέπει να γίνεται ιδανικά πριν από την έναρξη της θεραπείας. Ο έλεγχος βιοδεικτών δείχνει εάν ο ασθενής παρουσιάζει μια θεραπεύσιμη μετάλλαξη οδηγό και καθορίζει το επίπεδο έκφρασης της πρωτεΐνης PD-L1.
Τα αποτελέσματα βοηθούν να καθορίσουμε εάν κάποια εγκεκριμένη στοχεύουσα θεραπεία ή ένα συγκεκριμένο φάρμακο ανοσοθεραπείας είναι κατάλληλα για το θεραπευτικό πλάνο του ασθενή με καρκίνο του πνεύμονα. Ο έλεγχος βιοδεικτών χρησιμοποιείται συχνότερα στον σχεδιασμό θεραπείας για μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα, προχωρημένου σταδίου. Επίσης, έλεγχος βιοδεικτών πραγματοποιείται εν τω μεταξύ όλο και περισσότερο για μη μικροκυτταρικούς όγκους σε πρώιμο ή τοπικά εκτεταμένο στάδιο.
Πότε πρέπει να κάνουμε έλεγχο βιοδεικτών;
- Όταν υπάρχει υποψία για καρκίνο του πνεύμονα και πρόκειται να γίνει βιοψία
- Όταν υπάρχει ήδη διάγνωση καρκίνου του πνεύμονα
- Όταν ο καρκίνος του πνεύμονα υποτροπιάζει (“επανεμφανίζεται”) μετά από θεραπεία
Εάν έχουμε διαγνωστεί με καρκίνο του πνεύμονα, θα πρέπει να μιλήσουμε με τους γιατρούς μας για τον έλεγχο βιοδεικτών. Η ιστολογική εξέταση του όγκου ή η αιματολογική εξέταση θα καθορίσουν αν μια στοχεύουσα θεραπεία ή ανοσοθεραπεία είναι καλές θεραπευτικές επιλογές για τη δική μας διάγνωση. Επιπλέον, ο ιστός του όγκου μπορεί να ελεγχθεί για PD-L1.
Είναι φανερός λοιπόν ο ρόλος που παίζει ο έλεγχος βιοδεικτών μετά από μια διάγνωση καρκίνου του πνεύμονα. Οι σχετικές αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται από κοινού με την ομάδα υγειονομικής περίθαλψης και πάντα ανάλογα με τον τύπο και το στάδιο της ασθένειας, του τρέχοντος θεραπευτικού πλάνου, της συνολικής υγείας και άλλων προσωπικών παραμέτρων που αφορούν κάθε ασθενή.